- ελατήρ
- και ελατήρας, ο (AM ἐλατήρ, οθηλ. ἐλάτειρα, η)μυς που κινεί φτερά ή μέλη σώματοςνεοελλ.1. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών ελατηριδών2. πληθ. οι ελατήρεςειδικοί σωληνίσκοι ωρισμένων φυτών με τους οποίους εκσφενδονίζονται μακριά τα ώριμα σπέρματααρχ.1. ως επίθ. αυτός που κυνηγά ή καταδιώκει κάποιον2. ως ουσ. α) αρματηλάτης, ηνίοχοςβ) κωπηλάτηςγ) είδος γλυκού που προσφερόταν στους βωμούς τών θεών.
Dictionary of Greek. 2013.